Βιβλιοπαρουσίαση- Συζήτηση: «Από το κίνημα των πλατειών στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία» (22 Ιούνη στην Ελευθεριακή Λέσχη Βόλου)

Βιβλιοπαρουσίαση- Συζήτηση: “Από το Κίνημα των Πλατειών στο Δημοψήφισμα για την Ανεξαρτησία: Δυο Κείμενα για την Περίπτωση της Καταλονίας”. Απο το εκδοτικό εγχείρημα the ajanib project. Σάββατο 22 Ιούνη, 08.00 μμ στην Ελευθεριακή Λέσχη Βόλου.

” Μακριά από το να αποτελεί τροφή για ακαδημαϊκά συμπόσια, η συζήτηση για τη διάκριση μεταξύ λαού και έθνους είναι πάνω από όλα προϊόν και συνέπεια της ανάγκης μας να κατανοήσουμε τα πρόσφατα κινήματα της περιόδου και τη μαζική εξέλιξή τους σε μια κατεύθυνση που κάθε άλλο παρά ανατρεπτική της καθεστηκυίας τάξης είναι. Και τα δυο κείμενα που έχουν επιλεχθεί αναγνωρίζουν τη συνέχεια μεταξύ του καταλανικού κινήματος ανεξαρτησίας και του δραστήριου κινήματος πλατειών που προηγήθηκε. Διερευνούν προσεκτικά τον τρόπο που αναπτύσσονται τόσο η εθνική ενότητα και ο λαϊκισμός, οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, στα ίδια τα κοινωνικά όρια της απεύθυνσης του κινήματος των πλατειών, στην ήττα της αμφισβήτησης των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Σκύβουν πάνω στο σημείο καμπής που σχετίζεται με την αρχική ταξική σύνθεσή του και τον ρόλο του κράτους, το οποίο εμφανίζεται πλέον ως λύση και όχι ως πρόβλημα. Προϋπόθεση της σαγήνης για τις μάζες των καταλανών που κατέβηκαν στους δρόμους, και οπωσδήποτε συνέπεια της, είναι η αποδοχή του εθνικού χαρακτήρα της αντιπαράθεσης ως αναβάθμιση της προηγούμενης φάσης αλλά και θετική αποτίμηση του ηγετικού ρόλου της μεσαίας τάξης και των προσδοκιών της, υποτιμώντας, ηθελημένα ή μη, το γεγονός ότι : “Στην ίδια την Καταλονία, η μανιχαϊστική διαμάχη έχει περιορίσει πολλές από τις μορφές αλληλεγγύης και την ταξική σύνθεση που είχαν αναδυθεί μέσα στην κρίση και παρέδωσε την αυτόνομη λαϊκή πρωτοβουλία σε μια ηγεσία που ήταν δεδομένο ότι θα την αποθάρρυνε.” ασχέτως αν, ο ίδιος ο Hansen, ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξιδανίκευση της λαϊκής εξουσίας και των λαϊκών τάξεων, υποτίθεται ανέπαφων από την ταύτιση με την εθνική ενότητα που προωθούν τα μεσαία στρώματα, και τον ρεαλιστικό φιλο-συριζαϊσμό ή φιλο-podemισμό. Τη στιγμή που εμφανίζονται μαζικά διαταξικά κινήματα, όπως το καταλανικό, όπου ο εθνικισμός της ίδρυσης ενός ανεξάρτητου κράτους χρησιμοποιείται ως ένα είδος διαπραγμάτευσης για να ενισχυθεί η θέση συγκεκριμένων μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων (που περιλαμβάνουν αγρότες, μικροεπιχειρηματίες, δημοσίους υπαλλήλους, μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, ελεύθερους επαγγελματίες κ.α.) εντός ενός παγκοσμιοποιημένου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος –αποκλείοντας κατά τη γένεση και εξέλιξή του κάθε αναφορά στο κοινωνικό ζήτημα, κάθε αναφορά σε εξουσίες και καταπιέσεις που δεν ταιριάζουν με την αφήγησή του– δεν μπορούμε παρά να διερευνούμε τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να σταθούμε απέναντί τους υπονομεύοντάς την ατζέντα της μεσαίας τάξης και τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους εμφανίζει το συμφέρον της ως συμφέρον όλης της κοινωνίας. Η διάλυση του κεφαλαίου και του κράτους περνάει μέσα από την αμφισβήτηση των στοιχείων που συγκροτούν τις ίδιες τις τάξεις και τις ενοποιούν εθνικά εκ των προτέρων. Με τα λόγια του AC: “Η ενοποίηση της τάξης σε επαναστατική τάξη θα συνίστατο, αντίθετα, στον πολλαπλασιασμό των συγκρούσεων στη βάση αυτού που την κάνει να υπάρχει ως κατακερματισμένη, στη βάση των συνθηκών που τίθεται από αυτή την ύπαρξη· δηλαδή, όχι μόνο η εκμετάλλευση ως άμεσος  κατακερματισμός (καταμερισμός εργασίας), αλλά εξίσου οι έμφυλες και φυλετικές διαιρέσεις. Αλλά επίσης, πιο γενικά, όλες αυτές που μπορούμε να αποκαλέσουμε κοινωνικές «ανισότητες». Συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν άλλο τρόπο να πεις ότι η τάξη δεν ενοποιείται παρά καταργώντας τον εαυτό της ως τάξη, επιτιθέμενη άμεσα (ακόμα κι αν αυτό το άμεσα μπορεί να υπονοεί ιδεολογικές διατυπώσεις) σε αυτό που την κάνει να υπάρχει ως εκμεταλλεύσιμη και εκμεταλλευόμενη τάξη.”

Μπορεί ο Hansen, εκθέτοντας τον τρόπο με τον οποίο το κίνημα της ανεξαρτησίας κατανοούσε τον εαυτό του ως αντιστασιακό, να γράφει ότι: “Πίσω στο 2013, ο Artur Mas –τότε πρόεδρος της Καταλονίας– συνέκρινε την ετήσια διαδήλωση για την καταλανική ανεξαρτησία με την «Πορεία προς την Ουάσιγκτον για Εργασία κι Ελευθερία» του Martin Luther King. Οι ηγέτες του ακροαριστερού, συνελευσιακού κόμματος Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας (CUP) επελέξαν αντίστοιχα μια ριζοσπαστικότερη αναφορά από αυτή του ανόμοιου κι αμήχανου συμμάχου τους, και επικαλέστηκαν το παράδειγμα του Μalcolm Χ. Και η επιλογή της ειρηνικής αντίστασης εκ μέρους του κινήματος ανεξαρτησίας συχνά περιγράφτηκε ως «γκαντική».” αφήνει, όμως, εκτός αφήγησης τους αναρχικούς που πίστευαν ότι «Η Καταλονία θα γίνει το δικό σας Βιετνάμ». Ο Tomás Ibáñez, παρόλα αυτά, δεν θα ακολουθήσει αυτή την τακτική. Σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε στην Αθήνα στις 10.6.18 με τίτλο «Η αμηχανία και τα διλήμματα των αναρχικών απέναντι στο ζήτημα της εθνικής αυτονομίας στην Καταλονία του σήμερα» από την ομάδα neverendingmay68, κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου όπως αναφέρθηκε κατά την έναρξη της συζήτησης, θα μας πληροφορήσει ότι μόνο μια μικρή μειοψηφία από τον αναρχικό χώρο δεν θα υποστηρίξει το καταλανικό κίνημα. Και ότι είναι αναγκαίο να μάθει ο κόσμος την έκταση αυτού του φαινομένου, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων τα εξής (η ευθύνη της αποτύπωσης του προφορικού λόγου είναι αποκλειστικά δική μας) :
• Η διασταύρωση αναρχισμού και εθνικισμού στην Καταλονία θα γεννήσει τέρατα σαν τον Μινώταυρο.
• Παρά τις προθέσεις τους, οι ελευθεριακοί έγιναν συνοδοιπόροι και κομπάρσοι του καταλανικού εθνικισμού, ενδυναμώνοντάς τον. Έχοντας κατά νου ότι είναι ο εθνικισμός που δημιουργεί τα έθνη και όχι το αντίστροφο, δεν εκτιμήθηκε σωστά πως ήταν ο εθνικισμός και η αίσθηση του να ανήκεις σε ένα έθνος αυτά που έδιναν ενέργεια στη διαμάχη και τον αγώνα.
• Υπήρξαν οι Επιτροπές Υπεράσπισης του Δημοψηφίσματος, οι οποίες στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε Επιτροπές Υπεράσπισης της Δημοκρατίας με την προοπτική ότι στη συνέχεια θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν σε Επιτροπές Υπεράσπισης της Επανάστασης. Αυτή ήταν, σε γενικές γραμμές, η αντίληψη όσων επαναστατικών τάσεων συμμετείχαν σε αυτές, οι οποίες έβλεπαν λανθασμένα μια σύνδεση μεταξύ της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της επαναστατικής προοπτικής. Οι Επιτροπές ήταν ελεγχόμενες κυρίως από την ANC και το CUP, αποτελούμενες από τριάντα ως πενήντα άτομα και λειτουργούσαν στη βάση συνέλευσης. Τα χαρακτηριστικά των Επιτροπών που προσέλκυσαν τους ελευθεριακούς ήταν η διάθεση για έμπρακτη ανυπακοή απέναντι στο ισπανικό κράτος, η αυτονομία τους ακόμα και κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους σύνδεσης, η ανάδειξη της συνέλευσης ως κεντρικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων καθώς όλα περνούσαν από αυτές, ο ορίζοντας τους όσον αφορά τη σύνδεση με το πρόταγμα της επανάστασης και, τέλος, η ετερογενής σύνθεσή τους.
• Οι ελευθεριακοί ισχυρίζονται ότι η πολιτική ετερογένεια των Επιτροπών, στις οποίες μπορούσαν να συμμετέχουν και άτομα που δεν στήριζαν την προοπτική της ανεξαρτησίας, αποτελεί απόδειξη ότι αυτό που κινητοποιεί τους συμμετέχοντες δεν είναι ο εθνικισμός, αλλά η ανυπακοή. Παράλληλα, ασκούσαν κριτική σε όσους δεν συμμετείχαν στις Επιτροπές με το επιχείρημα ότι «είμαστε ενάντια στα πολιτικά γκέτο που δεν δρουν στην κατεύθυνση αποδυνάμωσης του ισπανικού εθνικισμού». Όμως, τελικά, υπάρχουν δυο εθνικισμοί που ενδυναμώνονται στην Καταλονία.
• Οι αναρχικοί αγωνίζονται ενάντια στα κράτη χωρίς να πρέπει να κάνουν τη διάκριση ανάμεσα σε καταλανικό και ισπανικό. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν οι εθνικιστές, να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος, θα δημιουργήσει πάλι τάξεις, νέα κράτη κλπ. Τα λάθη όσων στήριξαν τον καταλανικό εθνικισμό συμπληρώθηκαν από αυταπάτες τις οποίες δημιούργησε η αυτοοργάνωση μεγάλων μαζών. Αν και πρέπει να ειπωθεί ότι ο λαός δεν αυτοοργανώθηκε σε μυθικό βαθμό, γιατί από πίσω υπήρχαν κόμματα, οργανώσεις και η ίδια η καταλανική κυβέρνηση.
• Οι αναρχικοί δεν πρέπει να θεωρούν το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση αναπαλλοτρίωτο και φυσικό, και με αυτό το επιχείρημα να το υποστηρίζουν ούτε υποστηρίζουν όλους τους αγώνες για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Οι εθνικιστές στην Καταλονία χρησιμοποιούν ως επιχείρημα τη Χάρτα του ΟΗΕ, όταν θέλουν αναφερθούν στο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρόκειται για αρχή του διεθνούς δικαίου. Στο αίτημα για αυτοδιάθεση δεν μπορούν να συμμετέχουν κράτη ούτε να αδελφοποιούνται εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, γι’ αυτό πρέπει να καταγγέλλουμε και τους αναδυόμενους εθνικισμούς.
• Εμείς διαλέγουμε το πεδίο του αγώνα, πού θα χτυπήσουμε και πότε, αντί να διαλέγουν άλλοι για εμάς. Κάθε κομμάτι του κινήματος ανεξαρτησίας μπόρεσε να έχει τη δική του αντίληψη όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για το κίνημα συνολικά. Και αυτό όσο περισσότερο αντιλαμβανόταν τη δημοκρατία ως συνεκτικό στοιχείο και ορίζοντα όλων των κομματιών μεταξύ τους, όσο οι δημοκρατικές διαδικασίες μπορούσαν να θεωρούνται μέσα αγώνα και διεξαγωγής της αντιπαράθεσης. Σε ένα απόσπασμά του ο Hansen δείχνει την πραγματική όψη αυτής της συνθήκης, που δεν είναι άλλη από τη μετατόπιση του πεδίου πάλης στην κρατική πολιτική μέσω της σταδιακής εξαφάνισης των περιεχομένων: “Τα όρια της πολιτικής της κυριαρχίας είναι πάντα τα ίδια: ο πρωταγωνιστικός ρόλος του πολίτη και η λησμόνηση του μετανάστη, η προτεραιότητα της αντιπροσωπευτικής πολιτικής και η εργαλειοποίηση ή παραμέληση της οικοδόμησης λαϊκής ή ταξικής εξουσίας. Το κυρίαρχο αίτημα του 15Μ, «πραγματική δημοκρατία τώρα», θα κατέληγε να παίξει κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση εγχειρημάτων λαϊκής κυριαρχίας και λαϊκής ιδιότητας του πολίτη, εστιάζοντας στον ψηφοφόρο πολίτη και την εκλογική πολιτική, και τους εξαντλητικούς κύκλους εκλογικών εκστρατειών. Σταδιακά, το περιεχόμενο του αγώνα γινόταν όλο και ρηχότερο, ώστε να οικοδομηθούν «κοινωνικές πλειοψηφίες», «κυβερνήσεις για τον καθένα», «συμπεριλήψεις για όσους έμεναν απ’ έξω». Οι ρίζες αυτής της «επικέντρωσης στην κυριαρχία» στην Καταλονία, την Ισπανία και αλλού, βρίσκονται στην κρίση της μεσαίας τάξης… Σήμερα, η κρίση της μεσαίας τάξης διευρύνει το εκλογικό σώμα που θα παρακολουθούσε τη συλλογιστική της εθνικής κυριαρχίας.”

Μόνο όταν αδειάσει εντελώς ο κοινωνικός αγώνας από κάθε αμφισβήτηση και εγκαταλειφθεί κάθε συγκεκριμένο πεδίο κριτικής αντιπαράθεσης, μπορεί η δημοκρατία να μετατραπεί σε φετίχ μέσω της κατεξοχήν μορφής της που υποτίθεται ότι αποτυπώνει πιο «καθαρά» τη λαϊκή βούληση, που δεν είναι άλλη από το δημοψήφισμα. Αυτοί που ανήγαγαν τη συμμετοχή στα δημοψηφίσμα- τα σε δήθεν αγώνα για την υπεράσπιση των συμφερόντων των κατώτερων τάξεων, επεξεργαζόμενοι λεπτεπίλεπτες τακτικές και νοηματοδοτώντας αυθαίρετα την ψήφο, κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν  πως η δημοκρατία είναι κενό σημαίνον μόνο γι’ αυτούς που κρατάνε τα κλειδιά του ορισμού του τι είναι πολιτικό και τι όχι. Πάνω από όλα για τις φράξιες της αστικής τάξης και τα στηρίγμα- τά τους εντός των κρατικών μηχανισμών.

Αν υπάρχει μια πιθανότητα για την επαναστατική προοπτική, αυτή περνάει αναγκαστικά από την υπονόμευση του έθνους και της δημοκρατίας ως καθολικές μορφές συγκρότησης κοινοτήτων. Από τη δική τους σκοπιά, πάντοτε οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας θα εμφανίζονται ως επιμέρους, δευτερεύουσες, λίγες και προς υποτίμηση με την πρώτη ευκαιρία, προς διαμεσολάβηση από την
κάθε φορά επίσημη πολιτική. Το θεμέλιό τους, το κράτος, θα μπορέσει να χτυπηθεί όταν οι συλλογικοί αγώνες μας θα μπορέσουν να ισχυροποιηθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να εκφράσουν οι ίδιοι την κοινωνικότητά μας ως αγωνιζόμενων, ως συγκεκριμένων προσώπων και σωμάτων. ”

Ολόκληρη η έκδοση μπορεί να βρεθεί εδώ.