Υπόθεση Τοπαλούδη : το συνεχές της πατριαρχικής βίας, η σχετικοποίηση και συγκάλυψή της.

28 Νοέμβρη του 2018 η Ελένη Τοπαλούδη βρίσκεται νεκρή στην παραλία Φώκια της Ρόδου. Η Ελένη Τοπαλούδη το προηγούμενο βράδυ βιάστηκε, βασανίστηκε και δολοφονήθηκε από τους Μανώλη Κούκουρα και Αλέξανδρο Λουτσάι, οι οποίοι και την πέταξαν ενώ ήταν ακόμη ζωντανή στη θάλασσα, ποντάροντας πως το σώμα της θα βρεθεί ανοιχτά του πελάγους και πως θα ξεβραστεί κάποια στιγμή στην Αίγυπτο. Έτσι θα την βγάζαν καθαρή και δεν θα κατηγορούνταν ποτέ για το προμελετημένο τους έγκλημα. Δεδομένου ότι γνώριζαν σε ποιο σημείο να πετάξουν την Ελένη, υπολογίζοντας πως τα ρεύματα της θάλασσας θα την εξαφανίσουν, αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο κι άλλες κακοποιημένες γυναίκες να εξαφανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, είτε από τους ίδιους είτε από άλλα κυκλώματα βιαστών και γυναικοκτόνων που δρουν στο νησί.

Το πρώτο διάστημα τα μμε με την κλασσική τακτική αναπαραγωγής κάθε περιστατικού σεξιστικής βίας, κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα, προωθούσαν το «σοκ» για το «αποτρόπαιο έγκλημα» – γιατί ως γνωστό, οι επαναλαμβανόμενες γυναικοκτονίες, βιασμοί και κακοποιήσεις στην ελλάδα πάντα ρίχνουν από τα σύννεφα την κοινή γνώμη. Στη συνέχεια έβαλαν τη ζωή της Ελένης στο μικροσκόπιο, παλεύοντας να δώσουν ελαφρυντικά στο έγκλημα των βιαστών και γυναικοκτόνων της, ενώ παράλληλα φρόντιζαν να κρατήσουν τα στοιχεία τους στην αφάνεια. Ειδικότερα προσπαθούσαν να συγκαλύψουν όσο γινόταν περισσότερο τα στοιχεία του ντόπιου, του «καλού» παιδιού της ροδίτικης οικογένειας με τις πολιτικές διασυνδέσεις. Όλη η βαρύτητα δινόταν για καιρό στη δολοφονία και στο πώς έγινε και όχι στον βιασμό, σαν να είναι ο βιασμός περιστατικό μικρής σημασίας. Όπως αντίστοιχα ελάχιστη βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός ότι η Ελένη ένα χρόνο πριν, είχε προσπαθήσει να καταγγείλει ομαδικό βιασμό της από τρείς ντόπιους (οι οποίοι την εκβίαζαν με βίντεο), βρίσκοντας τοίχο στην συγκάλυψη της ελληνικής αστυνομίας. Είναι συνηθισμένη η τακτική να δίνεται έκταση σε βιασμούς μόνο όταν προηγούνται της γυναικοκτονίας, ενώ οι βιασμοί από μόνοι τους δεν «ταράσσουν» τις ευαισθησίες της κοινής γνώμης τόσο ώστε να δίνεται βαρύτητα σε αυτούς ως περιστατικά έμφυλης βίας.

Την ίδια τακτική από πλευράς μμε την είδαμε και σε προηγούμενα περιστατικά, όπως το 2012 στην Ξάνθη με τον βιασμό και γυναικοκτονία της Ζωής Δαλακλίδου, όπου τα δημοσιεύματα είχαν επικεντρωθεί στο πώς δολοφονήθηκε, στο ότι κάηκε ζωντανή και όχι στο ότι βιάστηκε.

Όταν πια τα στοιχεία της κακοποίησης και της γυναικοκτονίας της Ελένης Τοπαλούδη ήταν αδιάσειστα , τα μμε άλλαξαν το τροπάριο κατήχησης και προωθούσαν πλέον το προφίλ της άτυχης ελληνίδας φοιτήτριας, της χαροκαμένης οικογένειας της αλλά και πλέον άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται τα ονόματα και τα πρόσωπα των δύο βιαστών και γυναικοκτόνων. Το προφίλ του βιαστή και γυναικοκτόνου Μανώλη Κούκουρα ήταν αυτό του παιδιού από καλή οικογένεια, ενώ το προφίλ του Αλέξανδρου Λουτσάι ήταν αυτό του κωλόπαιδου, κλασσική ρατσιστική αντιμετώπιση σε μετανάστες, που επηρέασε το καλό ντόπιο παιδί της Ρόδου. Στη συνέχεια ο Κούκουρας επικαλούνταν ψυχολογικά προβλήματα και κατάθλιψη, καθώς και στροφή στην θρησκεία προκειμένου να κερδίσει την συμπάθεια της κοινής γνώμης ως ένας παραστρατημένος και διασυρμένος για «κάτι που δεν έκανε» νέος, ενώ ο Λουτσάι επικαλέστηκε ότι βιάστηκε στην φυλακή προκειμένου να λάβει κοινωνική συμπάθεια ως θύμα σεξουαλικής επίθεσης.

Σκόπιμα χρησιμοποιούμε τον όρο γυναικοκτονία έναντι του όρου δολοφονία, γιατί πρόκειται για διαφορετικές συνθήκες που οδηγούν στην αφαίρεση ζωής. Η γυναικοκτονία είναι αποτέλεσμα πατριαρχικής βίας. Η γυναικοκτονία προκύπτει όταν ο θύτης θεωρεί δεδομένο πως το σώμα που κακοποιεί/βιάζει του ανήκει και μπορεί να του επιβάλλει ως τιμωρία ακόμα και τον θάνατο, έχοντας ως «κίνητρο» την παρέκκλιση του θύματος από τις πατριαρχικές νόρμες.

Στις 13 Ιανουαρίου 2020 αρχίζει η δίκη. Οι δύο βιαστές και γυναικοκτόνοι με αντικρουόμενες εξ αρχής καταθέσεις επιρρίπτουν την ευθύνη ο ένας στον άλλον, αρνούμενοι τη συμμετοχή τους στο έγκλημα. Οι δικηγόροι τους, ο δικηγόρος του ροδίτη διορισμένος από τον πρωθυπουργό, ξεφτιλίζουν την Ελένη Τοπαλούδη με κάθε πατριαρχικό τρόπο που βρίσκουν εύκαιρο και σε πρώτη φάση ζητούν τον αποκλεισμό των γυναικών ενόρκων από τη δίκη. Οι βιαστές και γυναικοκτόνοι με ειρωνικά χαμόγελα και κωλοδάχτυλα αντιμετωπίζουν το συγκεντρωμένο πλήθος έξω από το δικαστήριο με περίσσειο θράσος. Ο Κούκουρας προσπαθεί να δείξει ότι είναι ψυχικά διαταραγμένος για να κερδίσει ελαφρυντικά. Η γιαγιά του Κούκουρα που από την αρχή συγκάλυψε το έγκλημα, καθώς βρισκόταν στον από κάτω ακριβώς όροφο, συνεχίζει την ίδια στάση δηλώνοντας πως δεν άκουσε τίποτα. Το ίδιο κάνει και όλη του η οικογένεια, κάτι που κάνουν χρόνια συγκαλύπτοντας κάθε επίθεση του γιου τους, από κακοποιήσεις και δολοφονίες ζώων μέχρι το βιασμό και την γυναικοκτονία της Τοπαλούδη. Η εισαγγελέας παρεμβαίνει καταλυτικά για την καταδίκη των δύο βιαστών και γυναικοκτόνων και παρά τις αντιδράσεις που προκαλούνται από την αγόρευσή της, η απόφαση που βγαίνει είναι ισόβια χωρίς ελαφρυντικά για τη δολοφονία και 15 χρόνια για τον βιασμό.

Παράλληλα, είδαμε συλλογικότητες και οργανώσεις να βγάζουν πύρινους αντιπατριαρχικούς λόγους για την υπόθεση Τοπαλούδη, κάτι αρκετά αντιφατικό την στιγμή που για υποθέσεις κακοποιήσεων και βιασμών στο εσωτερικό τους ή στον πολιτικό τους περίγυρο, είτε δεν τοποθετούνται ποτέ, είτε τις αρνούνται και τις συγκαλύπτουν. Ένας αντιπατριαρχικός κατ’ επίφαση λόγος που ουσιαστικά στόχο είχε να επικεντρωθεί στην πολιτική σχέση του Κούκουρα με το δεξιό μέτωπο. Αναρωτιόμαστε αν θα έβγαιναν το ίδιο ένθερμες ανακοινώσεις σε περίπτωση που κάποια αντίστοιχη υπόθεση αφορούσε γυναίκα ακροδεξιών απόψεων.

Τι θα γινόταν όμως αν σε αυτή την υπόθεση η οικογένεια του θύματος δεν ήταν πολιτικά πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή τους και δεν είχαν δικηγόρο τον Κούγια; Τι θα γινόταν αν το θύμα ήταν κάποια μετανάστρια, κάποια σεξεργάτρια, κάποια τρανς ή ακόμη κάποια που δεν πληρούσε το προφίλ της «αφίλητης παρθένας», όπως την περιέγραψε η εισαγγελέας, ή κάποια που δεν πάλεψε και πάγωσε την στιγμή της επίθεσης; Τις απαντήσεις αυτές τις έχουμε ήδη λάβει από προηγούμενες δίκες βιασμού και σεξιστικών επιθέσεων. Θα αναφέρουμε κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Το 2017 στη δίκη ομαδικού βιασμού φοιτήτριας από ντόπιους μαφιόζους στην Ξάνθη, οι βιαστές αθωώθηκαν πανηγυρικά ενώ η επιζώσα διαπομπεύθηκε και δικάστηκε σαν να έφταιγε εκείνη για το βιασμό της. Εκεί δεν αναφέρθηκαν κυκλώματα βιαστών, αλλά η επιζώσα κατηγορήθηκε πως επεδίωξε τη σεξουαλική της συνεύρεση με τους ντόπιους και στη συνέχεια ήθελε να τους διασύρει. Μάλιστα οι βιαστές στη συνέχεια κάνανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση σε κάθε αλληλέγγυα ομάδα και σελίδες που είχαν στηρίξει την επιζώσα. Η επιζώσα άλλαξε πόλη… Κάτι αντίστοιχο είδαμε και στην πρόσφατη δίκη ομαδικού βιασμού της γυναίκας ΑΜΕΑ από τον Λουτσάι και άλλους συνεργούς του, όπου μπορεί μεν να καταδικάστηκαν αλλά ελάχιστη βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός. Το ίδιο είδαμε και πριν από αρκετά χρόνια στην Αμάρυνθο με τον ομαδικό βιασμό μετανάστριας μαθήτριας από ντόπια «καλά» παιδιά, όπου δικαστήριο και τοπική κοινωνία οδήγησαν την ίδια και τη μητέρα της στην έξοδο από τον τόπο διαμονής τους. Και ενώ στις δίκες βιασμού οι γυναίκες κατηγορούνται ότι δεν αντιστάθηκαν «αρκετά», όταν αμύνονται και αντιστέκονται αλλά δεν καταλήγουν νεκρές, φυλακίζονται για δολοφονία, όπως η υπόθεση της Π. και της Τ., καθώς και αρκετές άλλες.

Λίγα λόγια σχετικά με τις τοπικές κοινωνίες που συγκαλύπτουν βιασμούς, κακοποιήσεις και γυναικοκτονίες  στα ελληνικά νησιά. Να ξεκαθαρίσουμε πως δεν θεωρούμε ότι μειώνεται η πατριαρχική βία και η συγκάλυψη της στις υπόλοιπες τοπικές κοινωνίες. Στα τουριστικά νησιά η κουλτούρα του βιασμού, με τον μύθο του «greek lover» και με τους δεκάδες βιασμούς τουριστριών κάθε καλοκαίρι, είναι τόσο διαδεδομένη και η ομερτά που επικρατεί αποτελεί την ασφαλή συνθήκη για την συστηματική επανάληψη της έμφυλης βίας. Όσες έχουν μιλήσει έχουν κατηγορηθεί ότι επιδιώκουν να εκταμιεύσουν ασφάλειες βιασμού, ενώ ταυτόχρονα αναπαράγεται η ρητορική πως τόσο τουρίστριες όσο και φοιτήτριες στα ελληνικά νησιά, «ψάχνονται» και «προκαλούν».

Για μας καμιά ποινή δεν είναι αρκετή για ένα βιαστή όσο ζει και αναπνέει. Το γεγονός ότι πολύ πρόσφατα (αρχές Ιούνη 2020), εννέα κρατούμενοι των φυλακών στα Γρεβενά, με συνεχείς τους διαμαρτυρίες και επιστολές προς το υπουργείο και στη συνέχεια με απεργία πείνας, ζητούσαν την άμεση μεταγωγή τους σε άλλη φυλακή, για να μην συχνωτίζονται με τους δεκάδες καταδικασμένους για σεξουαλικά εγκλήματα που επίσης είναι κρατούμενοι στην ίδια φυλακή, αποδεικνύει ότι άνθρωποι με βασικές αξίες σ’ αυτή τη ζωή, ανεξάρτητα από την όποια παραβατικότητά τους, δεν αντέχουν να συνυπάρχουν με βιαστές, με κακοποιητές και παιδεραστές, δεν μπορούν ούτε καν να τους βλέπουν. Οι μόνοι άνθρωποι που αποδέχονται να συχνωτίζονται και να συμπορεύονται με αυτά τα σιχάματα, είναι αποκλειστικά το δικό τους συνάφι, δηλαδή όσοι/ες ακολουθούν πιστά το παραδοσιακό αλφαβητάρι της κουλτούρας του βιασμού, σχετικοποιώντας και τελικά αρνούμενοι/ες τις καταγγελίες. Είναι όσοι/ες αγκαλιάζουν στοργικά και ξεπλένουν βιαστές, κακοποιητές και τραμπούκους σεξιστές, παρέχοντάς τους άσυλο, δηλαδή ηθική, πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση.

ΟΙ ΒΙΑΣΤΕΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΡΑΤΣΑ ΕΙΔΙΚΗ, ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ

ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΗ ΣΤΟ ΖΟΦΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΕ ΒΙΑΣΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΟΥΣ

 

Βόλος, 15 Ιούλη 2020